τᾶμον

τᾶμον
τᾶμον, Thess. Adv.
A to-day, τὰ ψαφίσματα τό τε ὑππρὸ τᾶς γενόμενον καὶ τὸ τᾶμον yesterday's decree and to-day's, IG9(2).517.44 (Larissa, iii B.C.). (Perh. neut. of an Adj. Τᾶμος, cf.

τῆμος 11

.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τάμον — Α (θεσσαλικός τ.) επίρρ. σήμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τῆμος] …   Dictionary of Greek

  • τάμον — τέμνω cut aor ind act 3rd pl (homeric ionic) τέμνω cut aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήμος — και τᾱμος Α επίρρ. τότε, σε εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος («ἦμος δ Ἑωσφόρος εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῑαν... τῆμος πυρκαϊκὴ ἐμαραίνετο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆμος, συσχετικό τού αναφορ. ἦμος (πρβλ. τέως: ἕως), έχει σχηματιστεί από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”